μυγαλή

μυγαλή
Όνομα διάφορων γιγαντιαίων αραχνών της οικογένειας των αβικουλαριδών της τάξης των αραχνιδών. Οι μ. ζουν στις περιοχές με τροπικό κλίμα και είναι πολυάριθμες κυρίως στη Νότια Αμερική. Ένα από τα μεγαλύτερα είδη είναι η μ. ή αβικουλαρία (mygale ή avicularia), μήκους 6-8 εκ., της οποίας το σώμα είναι, όπως και τα πόδια, τριχωτό. Για να ακινητοποιήσει και να σκοτώσει τα θύματά της (μεγάλα έντομα, σαύρες, μικρά τρωκτικά και νεοσσούς πουλιών στις φωλιές τους), η μ. εγχύει με δύο προστοματικά άκρα, τα χηλίκερα, ένα ισχυρό δηλητήριο, που επιδρά στο νευρικό σύστημα. Ενώ η μ. αυτή, την ημέρα, μένει γενικά στις σχισμές των δέντρων των βράχων, ένα άλλο είδος, η θηραφόσα η λεβλόνδειος, τυπική στις Γουιάνες, με μήκος ως 9 εκ., κρύβεται σε μια φωλιά σκαμμένη στο έδαφος, την οποία στρώνει με μέταξα και την κλείνει με ένα πώμα. Το δάγκωμα μερικών μ. είναι καμιά φορά θανατηφόρο και για τον ίδιο τον άνθρωπο. Με το όνομα μ. είναι επίσης γνωστό και ένα μικρό θηλαστικό, ο σόρηξ, που ανήκει στην οικογένεια των σορικιδών, στην τάξη των εντομοφάγων. Έχει μήκος 7 περίπου εκ. χωρίς την ουρά (5 εκ.) και είναι διαδεδομένο σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρασίας· η τροφή του αποτελείται κυρίως από σκουλήκια, έντομα και μαλάκια, που τα αναζητεί κατά τις νυχτερινές κυρίως ώρες. Το είδος αυτό μ., που αφήνει μια πολύ δυσάρεστη μυρωδιά, έχει σάλιο δηλητηριώδες· αλλά το δάγκωμά του δεν είναι επικίνδυνο για τον άνθρωπο, ιδίως επειδή τα δόντια του είναι κοντά και όχι πολύ αιχμηρά κι έτσι η τοξική ουσία μπαίνει στις μικρές πληγές σε ποσότητα πολύ περιορισμένη. Μεταξύ Μαΐου και Αυγούστου το θηλυκό γεννά, σε κοιλότητες του εδάφους ή σε φωλιές που έχουν εγκαταλείψει άλλα ζώα, 5-10 μικρά, ανίκανα να κινηθούν. Μετά την αρχική περίοδο θηλασμού, μητέρα και μικρά κάνουν στη σειρά το ένα πίσω από το άλλο τις πρώτες εξόδους από τη φωλιά, κρατώντας το κάθε ένα την ουρά του προηγούμενου στο στόμα του. Μεταξύ των συγγενών ειδών είναι ο σόρηξ ή μ. του Ουσούρι (μήκους 6 εκ.), που ζει στην ομώνυμη περιοχή της Σιβηρίας, ο πυγμαίος σόρηξ (8 εκ.), που ζει σε μεγάλο μέρος της Ευρασίας και, τέλος, ο σόρηξ των Άλπεων (15 εκ.) που ζει στις Άλπεις, σε υψόμετρο μέχρι 2.500 μ. Η γιγαντιαία αράχνη mygale ή avicularia ζει σε τροπικές περιοχές και εξουδετερώνει τα θύματά της εκχύνοντας το δηλητήριό της που επιδρά στο νευρικό σύστημά τους. Το μικρό θηλαστικό sorex araneus, γνωστό και ως μυγαλή, είναι νυκτόβιο εντομοφάγο, που ζει σε περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας.
* * *
η (Α μυγαλῆ, -έα και μυγαλέη και μυγάλη και, κατά τον Διόσκ. μυαγελῆ)
νεοελλ.
ζωολ. ονομασία μεγάλων ορθόγναθων αραχνών τής ομάδας μυγαλόμορφα
αρχ.
είδος ποντικού με σουβλερή μύτη, ο αρουραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυ- τού μῦς, μυ-ός «ποντικός» + γαλῆ «γάτα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μυγαλῆ — μῡγαλῆ , μυγαλῆ shrewmouse fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυγαλῇ — μῡγαλῇ , μυγαλῆ shrewmouse fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύγαλος — και μυόγαλος, ὁ (Α) η μυγαλή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μυγαλή, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • εντομοφάγα — Τάξη πλακουντοφόρων θηλαστικών, που οφείλουν την ονομασία τους στο ότι τρέφονται κυρίως με έντομα. Τα ε. είναι πελματοβάμονα ζώα με μάλλον μικρό μέγεθος και χαρακτηρίζονται από ρυγχωτό πρόσωπο, πλούσιο σε θηλίδια αφή. Η οδοντοφυΐα τους είναι… …   Dictionary of Greek

  • μυγαλᾶς — μῡγαλᾶς , μυγαλῆ shrewmouse fem acc pl (attic doric) μῡγαλᾶς , μυγαλῆ shrewmouse fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Тиншемет — (ивр. תנשמת‎)  неустановленное точно животное, упоминающееся в Ветхом Завете (оригинальный текст на иврите) в Книге Левит, глава 11, стих 18 и 30; а также во Второзаконии 14 16. Там перечисляются пригодные (кошерные) или непригодные к… …   Википедия

  • Хомет — Тиншемет (ивр. תנשמת‎) неустановленное точно животное, упоминающееся в Ветхом Завете (оригинальный текст на иврите) в Книге Левит, глава 11, стих 18 и 30; а также во Второзаконии 14 16. Там перечисляются пригодные (кошерные) или непригодные к… …   Википедия

  • Bvtvs — i, Βοὺτος, ου, eine Göttinn der Aegyptier, welche unter die ersten acht alten Götter derselben gehöret. Herodot. l. c. sect. 156. Es scheint aber, daß sie dieses Wort in den ältesten Zeiten vielmehr Muto ausgesprochen haben, und es von Mo u ti,… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • λαγόγηρως — λαγόγηρως, ὁ (AM) 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «μύξος» 2. είδος ποντικού, η μυγαλή …   Dictionary of Greek

  • μυιαράχνη — η ζωολ. παλαιότερος και εσφαλμένος όρος για τη μυγαλή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”